EXPO NEWS

kataskevastikos klados

Θεσμικές μεταρρυθμίσεις: Ποια εκκρεμή ζητήματα απαιτούν επίλυση – τα αιτήματα του κατασκευαστικού κλάδου

«Χέρι-χέρι» με την αναγέννηση του κατασκευαστικού κλάδου, θα πρέπει να προχωρήσουν και οι απαιτούμενες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που αποτελούν πάγια αιτήματα των εταιρειών και λειτουργούν ως «ανάχωμα» στην ταχύτερη και – κυρίως – με χαμηλότερο κόστος υλοποίηση των έργων. Στόχος είναι να θεραπευτούν οι χρόνιες παθογένειες, που συνοδεύουν το σύστημα παραγωγής έργων στην Ελλάδα, όπως η έγκαιρη πληρωμή των εργασιών, η αναθεώρηση του συστήματος τιμολόγησης και ο καλύτερος σχεδιασμός των έργων.

Σύμφωνα με τον κ. Αλέξανδρο Μιχαηλίδη, Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο και Γενικό Τεχνικό Διευθυντή της ΤΕΡΝΑ, για να διατηρηθεί η θετική συγκυρία που έχει δημιουργηθεί απαιτείται να δοθεί πρόσθετο βάρος από την Πολιτεία στην επίλυση των προβλημάτων. Μιλώντας στο Athens Investment Forum, ο κ. Μιχαηλίδης σημείωσε ότι «η αγορά των κατασκευών δείχνει θετικά σημάδια την τελευταία τετραετία. Τα δημοπρατούμενα έργα για το 2023 ανήλθαν στα 7 δισ. ευρώ και τα ανεκτέλεστα των κατασκευαστικών εταιρειών τριπλασιάστηκαν αγγίζοντας τα 15 δισ. ευρώ. Παρά τη θετική πορεία των επενδύσεων, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, υπάρχει υστέρηση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και με γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, όπως η Ρουμανία. Οι επενδύσεις σε κατασκευές ως ποσοστό του  ΑΕΠ για την Ελλάδα – που παραμένει τελευταία στην ευρωζώνη – είναι 4,8%, ενώ για την Ευρώπη των 27, 11,5% και για τη Ρουμανία 16,7%».

Περνώντας στο ζήτημα της οικονομικής βιωσιμότητα του κλάδου υψηλόβαθμο στέλεχος της ΤΕΡΝΑ, στάθηκε στη σημαντική καθυστέρηση στις πληρωμές από το Δημόσιο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι το ποσοστό των έγκαιρων πληρωμών στον κλάδο των Κατασκευών στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, καθώς μόνο μία στις τέσσερις πληρωμές πραγματοποιείται εμπρόθεσμα.

Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ασφαλώς κι αυτό των απαρχαιωμένων τιμολογίων των υλικών, με βάση τα οποία καθορίζονται και οι προϋπολογισμοί των διαγωνισμών, δημιουργώντας σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά. Σύμφωνα με την κα. Μαρία Τσιομπάνου, Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΣΕΔΕ), «τα δημόσια έργα αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα για το πως το κράτος μπορεί να βοηθήσει έναν κλάδο. Ωστόσο δεν το κάνει, όχι γιατί δεν υπάρχει η απαραίτητη νομοθεσία, αλλά γιατί αυτή δεν εφαρμόζεται». Ενδεικτικό σύμφωνα με την κ. Τσιομπάνου είναι το γεγονός ότι ο νόμος για την αναθεώρηση των τιμών υπάρχει από τη δεκαετία του 1960, αλλά αυτός δεν εφαρμόζεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένα σωστό σύστημα αναθεώρησης των τιμών αλλά αυτό δε σταματά τις μικρές και τις μεσαίες εταιρείες από το να παλεύουν για να γλιτώσουν τις ζημιές, γεγονός και το οποίο έχει γίνει αντιληπτό από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ανάλογη άποψη εκφράζει και ο κ. Πέτρος Σουρέτης, εντεταλμένος σύμβουλος κι εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, που σημειώνει πως χρειάζεται να επιλυθούν θεσμικά ζητήματα που χρονίζουν για δεκαετίες. «Θα πρέπει να διευθετηθούν οι χρονιές παθογένειες του κλάδου της κατασκευαστικής αγοράς με κυρίαρχη τη λειτουργία του παρατηρητήριου τιμών που θα λύσει το θέμα των ελλείψεων αναθεωρήσεων και των ανεδαφικών κοστολογικών προβλέψεων των έργων που έχει ως αποτέλεσμα το 2024 ο κλάδος να καλείται να εκτελέσει έργα με τα δεδομένα του 2004».

Για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο κ. Μιχαηλίδης, σημειώνει ότι «ο μηχανισμός καθορισμού των συντελεστών αναθεώρησης θα πρέπει να λειτουργεί συστηματικά, καλύπτοντας όλο το φάσμα των επιμέρους στοιχείων κόστους, ώστε να περιορίζεται η αβεβαιότητα για τους συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων, το οποίο θα οδηγήσει σε εξορθολογισμό των προσφορών. Σε αυτό θα συμβάλλει η δημιουργία του Ενιαίου Συστήματος Τεχνικών Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων, η οποία προβλέπεται στο Νόμο αλλά δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί».

Ένα ακόμα πρόβλημα που τόνισε ο κ. Μιχαηλίδης, έγκειται στο ότι τα τελευταία χρόνια, έχουν υπάρξει περιπτώσεις απεντάξεων έργων από τους ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς και άλλα που δημοπρατούνται χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή τους. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Μιχαηλίδης υπερθεμάτισε της πρόσφατης πρότασης του ΙΟΒΕ για να δημιουργηθεί ένας Εθνικός Στρατηγικός Σχεδιασμός Υποδομών, με προτεραιότητα στην εξεύρεση πόρων χρηματοδότησης για τα κρίσιμα έργα υποδομής και την εκπόνηση των απαιτούμενων αναλύσεων κόστους–οφέλους. «Με τον τρόπο αυτό υποστηρίζεται ο τομέας των υποδομών ώστε να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις επιχειρηματικού σχεδιασμού και να προγραμματίζει τις απαιτούμενες επενδύσεις σε δεξιότητες, εξοπλισμό και βελτίωση της παραγωγικότητας. H ιεράρχηση των αναγκών και η ευθυγράμμισή τους με τους αντίστοιχους διαθέσιμους πόρους – εθνικούς και κοινοτικούς – σε συνδυασμό με εργαλεία όπως οι Πρότυπες Προτάσεις, που επιταχύνουν τις μελέτες και επιτρέπουν τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων, θα δημιουργούσε τη ζητούμενη ορατότητα».

Ένα ακόμα χρόνιο ζήτημα της διαδικασίας δημοπράτησης δημόσιων έργων είναι το έλλειμμα ώριμων και άρτιων μελετών, ζήτημα που έθιξε η πρόεδρος του ΣΕΓΜ (Σύνδεσμος Ελληνικών Εταιρειών-Γραφείων Μελετών), κα. Δέσποινα Καλλιδρομίτου. «Ένα έργο για να φτάσει στην κατασκευή, θα πρέπει να φτάσει στο στάδιο της μελέτης. Ώριμες και άρτιες μελέτες οδηγούν σε άρτια υλοποίηση έργου. Μια μελέτη όμως για να γίνει σωστά θα πρέπει να είναι μέρος ενός στρατηγικού σχεδιασμού» τονίζει. Όπως διευκρίνισε, «ο κλάδος όσον αφορά στην βελτίωση του επιπέδου ωριμότητας σχετίζεται κυρίως με την διαχείριση των έργων, με τις διαδικασίες υλοποίησης αυτών καθώς και με την έγκαιρη παράδοση τους». Σε σχέση με το Ταμείο Ανάκαμψης που ανέδειξε αυτές τις παθογένειες, είπε πως  όπως προέκυψε «πολλά έργα εντάχθηκαν και απεντάχθηκαν, επειδή ακριβώς δεν υπήρχαν ώριμες μελέτες και ώριμος σχεδιασμός».

Με τη σειρά του, ο κ. Δημοσθένης Κατσιγιάννης, Διευθυντής του γραφείου του διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου ΑΒΑΞ, επισήμανε ότι «επί δεκαετίες στη χώρα μας, κατασκευαστής ήταν ο εργολάβος που αναλάμβανε έργα χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ρίσκο ως προς τις ποσότητες εργασιών ή το χρόνο περαίωσης ή ακόμη και για το ίδιο το κόστος τού έργου αφού τα αναλάμβανε με μελέτες, επίβλεψη και λεφτά του δημοσίου. Σήμερα, ο κατασκευαστής επενδύει δικά του χρήματα, αναλαμβάνει όλους τους κινδύνους κατασκευής και χρηματοδότησης, αναθέτει και ωριμάζει μελέτες, τις οποίες υλοποιεί στο πεδίο με αυστηρή επίβλεψη διεθνών οίκων, ενώ στη συνέχεια για πάνω από 20 χρόνια συντηρεί και λειτουργεί υποδειγματικά για τους χρήστες και τους πολίτες εν τέλει, αυτά τα έργα εξ ονόματος του Δημοσίου».

δειτε επισης