EXPO NEWS

Μπορεί οι κατασκευές να βρίσκονται σήμερα σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης, ωστόσο το μέλλον των υποδομών δεν φαντάζει εξίσου αυτονόητο. Οι διαθέσιμοι πόροι για την υλοποίηση νέων έργων είναι πεπερασμένοι, ενώ η επόμενη προγραμματική περίοδος εκτιμάται ότι θα συνοδευτεί από αυστηρότερους περιορισμούς στη διάθεση κοινοτικών κονδυλίων, ειδικά για χώρες που θεωρείται πως έχουν καλύψει βασικές ανάγκες.

Η Ελλάδα, αν και βρίσκεται σε φάση εντατικής υλοποίησης μεγάλων έργων, εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικά κενά σε κρίσιμες υποδομές — από το σιδηροδρομικό και το οδικό δίκτυο έως την ενέργεια, τα υδατικά έργα και τις αστικές συγκοινωνίες. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο στην Αττική, όπου το κυκλοφοριακό αναμένεται να επιδεινωθεί δραματικά τα επόμενα χρόνια, ενώ βασικά έργα –όπως παρεμβάσεις στον Κηφισό ή στις περιοχές γύρω από το Ελληνικό– παραμένουν μετέωρα λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.

Η εικόνα αυτή έχει τις ρίζες της στην προηγούμενη δεκαετία, όταν η οικονομική κρίση «πάγωσε» σχεδόν κάθε επένδυση σε υποδομές, δημιουργώντας ένα σημαντικό έλλειμμα στο δημόσιο κεφάλαιο. Η ανάγκη για αντιστροφή αυτής της πορείας προϋποθέτει μακρόπνοες παρεμβάσεις και συστηματική αύξηση των επενδύσεων – υπολογίζεται ότι απαιτείται μέσος ετήσιος ρυθμός επενδύσεων της τάξεως του 4,4% του ΑΕΠ για τουλάχιστον δέκα χρόνια, προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες της προηγούμενης περιόδου.

Στο επίκεντρο των προτάσεων του κλάδου βρίσκεται η ανάγκη δημιουργίας νέων εργαλείων, ικανών να κινητοποιήσουν πόρους για την υλοποίηση των αναγκαίων παρεμβάσεων. Ένα από αυτά είναι η σύσταση ενός Εθνικού Ταμείου Υποδομών, κατά τα πρότυπα διεθνών φορέων όπως η Canada Infrastructure Bank, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός μόχλευσης τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών κεφαλαίων.

Το Ταμείο αυτό θα μπορούσε να χρηματοδοτείται από μια ποικιλία πηγών – τέλη διοδίων και λιμανιών, ειδικούς φόρους, κοινοτικά κονδύλια, πράσινα ομόλογα, ομόλογα έργων, έσοδα από τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων και φυσικά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε δεύτερη φάση, θα μπορούσε να προσελκύσει και ιδιωτικά κεφάλαια με τη μορφή συγχρηματοδότησης.

Ένα ακόμα εργαλείο που προτείνεται είναι η τιτλοποίηση χρεών που σχετίζονται με ήδη χρηματοδοτημένα έργα, τα οποία δεν έχουν ακόμη αποπληρωθεί. Η πώληση αυτών των τιτλοποιημένων απαιτήσεων θα μπορούσε να απελευθερώσει χρηματοδοτικό χώρο για νέες επενδύσεις. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται ήδη στον τραπεζικό τομέα και εκτιμάται πως θα μπορούσε να προσαρμοστεί και στις κατασκευές, δημιουργώντας μια δευτερογενή αγορά χρέους υποδομών.

Ωστόσο, οι όποιες παρεμβάσεις προσκρούουν και στον περιοριστικό παράγοντα της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, που ενδεχομένως να περιορίζει την εφαρμογή πιο σύνθετων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Παράλληλα, η απουσία ενός συνεκτικού σχεδίου σε εθνικό επίπεδο για την προώθηση και την υλοποίηση έργων καθιστά πιο δύσκολη την κινητοποίηση κεφαλαίων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Εκτός από το μέτωπο της χρηματοδότησης, προβληματισμός επικρατεί και στο πεδίο της δικαιοσύνης, με επίκεντρο την πρόσφατη αύξηση του κόστους υποβολής προσφυγών στις διαγωνιστικές διαδικασίες. Μικρές και μεσαίες εργοληπτικές εταιρείες υποστηρίζουν ότι η νέα νομοθετική ρύθμιση αυξάνει υπέρμετρα το κόστος άσκησης ένδικων μέσων, περιορίζοντας ουσιαστικά το συνταγματικό δικαίωμα στην έννομη προστασία.

Συγκεκριμένα, το σχετικό παράβολο έχει αυξηθεί από 0,1% σε 0,5% της αξίας της σύμβασης, με το ελάχιστο ποσό να διαμορφώνεται στα 1.500 ευρώ (από 500 ευρώ) και το ανώτατο στις 30.000 ευρώ, ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση είναι αξίας 6 ή 60 εκατ. ευρώ. Κατά τους εκπροσώπους των μικρότερων εταιρειών, η νέα ρύθμιση λειτουργεί αποτρεπτικά, περιορίζοντας ουσιαστικά την πρόσβασή τους στη δικαστική κρίση, ενώ δεν λαμβάνει υπόψη σχετικές επισημάνσεις από θεσμικούς φορείς.

Σε ένα περιβάλλον όπου οι ανάγκες για υποδομές αυξάνονται ραγδαία και οι διαθέσιμοι πόροι περιορίζονται, ο κατασκευαστικός κλάδος καλείται να επινοήσει νέες λύσεις, τόσο θεσμικές όσο και χρηματοδοτικές. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η απορρόφηση κονδυλίων, αλλά η συγκρότηση ενός μακρόπνοου σχεδίου που θα επιτρέπει τη σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη του τομέα, με κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα για τη χώρα.

δειτε επισης